ηουν
Смотреть что такое "ηουν" в других словарях:
ήγουν — (AM ἤγουν, Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῡν, ἤουν) (σύνδ.) δηλαδή αρχ. 1. (σύνδ.) ή μάλλον 2. επίρρ. πάπ. ή εν πάση περιπτώσει 3. πάπ. (σύνδ.) ή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡ γε ουν] … Dictionary of Greek